Βασιλικός

Βασιλικός
...καλώς ήρθατε στην σελίδα μας. ενημερωθείτε για τα νέα απο την περιοχή μας, αναζητήστε στοιχεία για την ιστορία του τόπου μας, περιηγηθείτε στα μνημεία μας, ανακαλύψτε τις ομορφιές, που απλόχερα η φύση χάρισε και αναζητήστε τους τόπους διαμονής για τους επισκέπτες...
Η Μουσική μας
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΛΑΡΙΝΟΥ
 Κλαρινέτο
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το κλαρινέτοευθύαυλος) είναι πνευστό μουσικό όργανο. Στη σημερινή του μορφή εμφανίστηκε το 19ο αιώνα..................

https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/f/f7/Clarinet_construction_el.JPGΤο κλαρινέτο κατέχει σήμερα βασική θέση στη συμφωνική ορχήστρα, και ανήκει στην κατηγορία των ξύλινων πνευστών. Πολύ σύνηθες είναι το κλαρινέτο και ως μέλος ορχηστρών της τζαζ. Στην Ελλάδα, όπου επεκράτησε η ονομασία κλαρίνο, αλλά και σε πολλές χώρες των Βαλκανίων, αποτελεί ένα από τα βασικά όργανα της παραδοσιακής μουσικής.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κλαρινέτο προήλθε από μετεξέλιξη παλαιότερων παρόμοιων οργάνων. Η βιβλιογραφία αναφέρει ως πρόγονο του κλαρινέτου το γαλλικό πνευστό όργανο σαλυμώ (γαλλ. chalumeau, ετυμολογούμενο από την ελληνική λέξη "κάλαμος"), στο οποίο σταδιακά προστέθηκαν μια σειρά κλειδιά. Βασικό σταθμό αποτελεί η προσθήκη από τον Γερμανό Γιόχαν Κρίστοφ Ντέννερ του κλειδιού δίπλα στην πίσω οπή του οργάνου (στα Ελληνικά λέγεται και "ψυχή"). Ήδη από την αρχή του 19ου αιώνα, το κλαρινέτο, έχοντας μια μορφή πολύ κοντινή στη σημερινή, έχει βρει τη θέση του στη συμφωνική ορχήστρα. Το 1839, ο Γάλλος Υάκινθος Κλοζέ αναδιέταξε τα κλειδιά, φέρνοντας το κλαρινέτο στη μορφή που είναι σήμερα γενικά γνωστό.

Μορφή του οργάνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Μορφή του κλαρινέτου (σε Σι, με διάταξη κλειδιώνOehler και προστατευτικό κάλυμμα στο επιστόμιο)
Έχει επίμηκες σωληνωτό σχήμα, ενώ στο σώμα του διακρίνονται έξι βασικές οπές μπροστά και μία οπή στην πίσω πλευρά, μοιάζοντας οπτικά με φλογέρα και άλλα αντίστοιχα πνευστά μουσικά όργανα. Επιπλέον όμως, το κλαρινέτο έχει και μια σειρά από μεταλλικά κλειδιά που καλύπτουν ή αποκαλύπτουν άλλες οπές στο σώμα του. Ο ήχος του κλαρινέτου προέρχεται από την παλλόμενη γλωττίδα που βρίσκεται τοποθετημένη στο επιστόμιο στην κορυφή του οργάνου, και στο οποίο στερεώνεται μέσω του σφιγκτήρα.
Το κλαρινέτο διασπάται συνήθως σε πέντε τμήματα και αποθηκεύεται σε βαλιτσάκι σε κομμάτια. Τα τμήματα αυτά του κλαρινέτου ξεκινώντας από την κορυφή, είναι το επιστόμιο, το βαρελάκι, το άνω στέλεχος, το κάτω στέλεχος και η καμπάνα. Το κλαρινέτο κατασκευάζεται από ξύλο, κυρίως Αφρικάνικο έβενο ή τριανταφυλλιά Ονδούρας. Η γλωττίδα, ή στην αργκό των μουσικών καλάμι, κατασκευάζεται από καλάμι, κομμένο σε κατάλληλο πάχος. Σήμερα υπάρχουν στην αγορά και κλαρινέτα από πλαστικό, τα οποία είναι κατάλληλα για εκμάθηση, σε πολύ προσιτότερες τιμές.
Σε ότι αφορά τον τρόπο διάταξης των κλειδιών του οργάνου, διακρίνουμε δύο βασικά συστήματα, το σύστημα Oehler, δημοφιλές στην Αυστρία και τη Γερμανία, το οποίο προτιμάται και στην Ελληνική παραδοσιακή μουσική, και το σύστημα Boehm (του Υ. Κλοζέ) που επικρατεί γενικά στις συμφωνικές ορχήστρες. Υπάρχει πάντως ακόμη και το παλαιότερο σύστημα Albert σε ορισμένα σημεία του κόσμου, όπως στις νότιες περιοχές των ΗΠΑ.

Ήχος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο συνδυασμός των καλυπτόμενων και αποκαλυπτόμενων οπών του δίνουν τη δυνατότητα εξαγωγής μιας μεγάλης έκτασης ήχων, πάνω από τρεις οκτάβες, ανάλογα με τις ικανότητες του οργανοπαίκτη. Υπάρχει μια μεγάλη σειρά από κλαρινέτα, διαχωριζόμενα ανάλογα με την τονικότητά τους. Το πιο συνηθισμένο είναι το κλαρινέτο σε Σι, το οποίο έχει και την τυπική μορφή και τις διαστάσεις του οργάνου όπως είναι ευρύτερα γνωστό. Αυτά με τον πιο οξύ ήχο παίζουν σε Λα, Μι και Ρε. Με μεσαίο τόνο υπάρχουν κλαρινέτα σε Ντο, Σι, Σι φυσικό και Λα. Σε πιο χαμηλό τόνο υπάρχουν μπάσα και κόντρα μπάσα κλαρινέτα σε Μι και Σι, τα οποία διαφέρουν και στη μορφή τους από τη συνηθισμένη, διαθέτοντας μεγαλύτερο μήκος και καμπάνα. Υπάρχει επίσης και το μεταλλικό κλαρίνο σε Σολ, πολύ διαδεδομένο στην Τουρκία. Τα βασικότερα είδη κλαρινέτου που χρησιμοποιούνται σήμερα φαίνονται στον παρακάτω πίνακα:
Όνομα-Περιγραφή
Έκταση
Φωτογραφία
Κλαρινέτο σε Μι
 Ηχεί 3η μικρή επάνω από το Ντο


Κλαρινέτο σε Ντο
 Το παραδοσιακό κλαρίνο της Ελλάδας, ηχεί όπου γράφεται


Κλαρινέτο σε Σι
 Το πλέον συνηθισμένο κλαρινέτο. Ηχεί έναν τόνο κάτω από το Ντο


Κλαρινέτο σε Λα
 Ηχεί 3η μικρή κάτω από το Ντο


Άλτο κλαρινέτο σε Μι
 Ηχεί 1 οκτάβα κάτω από το Κλαρινέτο σε Μι


Μπάσο κλαρινέτο σε Σι
 Ηχεί 1 οκτάβα κάτω από το Κλαρινέτο σε Σι


Κόντρα μπάσο κλαρινέτο σε Σι
 Ηχεί 2 οκτάβες κάτω από το Κλαρινέτο σε Σι



Η χροιά του οργάνου εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό τόσο από τη δεξιοτεχνία του οργανοπαίκτη, όσο και από την ποιότητα και το υλικό κατασκευής του οργάνου. Το πάχος του επιγλωσσιδίου που χρησιμοποιείται επηρεάζει και αυτό τη χροιά, αλλά κυρίως την ευκολία παιξίματος. Συνήθως οι μαθητευόμενοι χρησιμοποιούν λεπτότερα επιγλωσσίδια, γιατί είναι ευκολότερα στο παίξιμο (αριθμός 1 σε μια κλίμακα 1 έως 5) ενώ οι επαγγελματίες μουσικοί προτιμούν παχύτερα επιγλωσσίδια (μεγαλύτερα από 2,5) γιατί ο ήχος τους είναι πολύ καλύτερος, ιδιαίτερα στις ψηλές νότες.

Το κλαρινέτο (κλαρίνο) στην Ελληνική δημοτική μουσική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τον αρχαιοελληνικό προπομπό του, τον αυλό, μέχρι το σημερινό κλαρίνο οι ομοιότητές παραμένουν σχεδόν ίδιες ως προς την τεχνική εκτέλεσης και την κατασκευή.[1] Είναι πασίγνωστο το ειδικό βάρος που έχει το κλαρίνο στη Ελληνική δημοτική μουσική. Είναι πολύ διαδεδομένο σε όλες τις γωνιές της χώρας, ιδιαίτερα δε στην Πελοπόννησο, στη Στερεά, στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία, χωρίς να λείπει και από την υπόλοιπη επικράτεια. Δεν είναι απολύτως σίγουρο το πώς το κλαρίνο διαδόθηκε στην Ελλάδα, αντικαθιστώντας άλλα παλαιότερα όργανα όπως η φλογέρα και ο ζουρνάς. Είναι πιθανό να προήλθε από τη διαδικασία εκσυγχρονισμού των μουσικών του ελληνικού και τουρκικού στρατού στις αρχές του 19ου αιώνα, οι οποίοι μεταξύ άλλων υιοθέτησαν και το κλαρίνο. Κατά μια απλούστερη εκδοχή, το κλαρίνο πέρασε στους Έλληνες από τους Τούρκους περιοδεύοντες μουσικούς, οι οποίοι το έφεραν από την Ευρώπη τον καιρό της τουρκοκρατίας. Το κλαρίνο διαδόθηκε εύκολα, λόγω της απόδοσής του και ίσως λόγω και της επιρροής του ως ένα μοντέρνο όργανο κατευθείαν από τις συμφωνικές ορχήστρες της Δύσης[2][3].
Σίγουρα όμως το κλαρίνο επικράτησε κυρίως λόγω των μεγάλων του μουσικών ικανοτήτων και του τόσο ταιριαστού στην Ελληνική μουσική ήχου του, που οι Έλληνες αγάπησαν αμέσως. Η έκτασή το διαχωρίζει σαφώς από τα απλούστερα παρόμοια όργανα, όπως η φλογέρα και το σουραύλι, που έχουν σαφώς μικρότερες δυνατότητες. Η "άλωση" της δημοτικής μουσικής από το κλαρίνο ήταν τόσο καθολική, που σήμερα για τους περισσότερους Έλληνες είναι αδιανόητη η αποσύνδεσή της από αυτό.
Το παραδοσιακό κλαρίνο στην Ελλάδα είναι σε κλίμακα Ντο, αλλά ευρέως χρησιμοποιείται και σε Σι. Στη Θράκη χρησιμοποιούν και το μεταλλικό κλαρίνο σε Σολ.
Οι Έλληνες οργανοπαίκτες εξέλιξαν την τεχνική του παιξίματος του οργάνου. Η εξέλιξη αυτή ήταν σταδιακή και έχει σήμερα κλείσει έναν πολύ μεγάλο κύκλο, καταλήγοντας σε έναν χαρακτηριστικό και εύκολα αναγνωρίσιμο ήχο, σε ότι αφορά την παραδοσιακή μουσική μας. Η καταγεγραμμένη από τις αρχές του αιώνα δεξιοτεχνία στο παίξιμο του κλαρίνου μαρτυρούν αυτήν την εξέλιξη, ενώ η διάδοσή του είναι ακόμα εξαιρετικά μεγάλη, ακόμα και εκτός της παραδοσιακής Ελληνικής μουσικής.


Ιστορικά στοιχεία

Αν και η ετυμολογία αυτού του ευρέως διαδεδομένου μουσικού οργάνου προέρχεται αναντίρρητα από τον αρχαίο ελλ. όρο "κάλαμος" (που-όπως υποστηρίζει ο σοφός Hugo Riemann και όπως είναι αυτονόητο για τους γνωρίζοντες ελληνικά- δημιούργησε τον λατινικό όρο "calamus" και στη συνέχεια τον γαλλικό "chalumeau", κ.λπ.) το σύγχρονο κλαρίνο δεν ανήκει στην ελληνική οργανολογία.

Υπάρχει και η άποψη οτι το όνομά του προέρχεται απο το Λατινικό clarus (καθαρό).

Κατασκευάστηκε γύρω στο 1690 από τον Γερμανό Γιόχαν Κρίστοφ Ντένερ από τη Νυρεμβέργη (δες και στο "Μουσικό Λεξικό της Οξφόρδης" Εκδόσεων "Γιαλλελή", τόμος Β' σελίδες 557-559 :"κλαρινέτο" και σελ. 915: "Ντένερ").
Τελειοποιήθηκε και πήρε τη σημερινή του μορφή απο τους Muller (Εσθονία 1876-1854), Boehm (Γερμανία 1794-1881) και Klose (1808-1880).

Ο Γερμανός Denner προσέθεσε στο chalumeau (απο την Ελλ. λέξη κάλαμος) δύο κλειδιά για το La και Sib που συνηθίζεται να λέγεται και "ψυχή", δίνοντάς του δύο οκτάβες προς τα πάνω.
Απο το 1760 και μετέπειτα προστέθηκαν κλειδιά για το βαθύ Mi, το Fa# και το μέσο  Do#.
Μέχρι το 19ο αιώνα παίζονταν με το καλάμι μπροστά αλλά αργότερα, για τον καλύτερο έλεγχο του καλαμιού με το κάτω χείλος, το καλάμι τοποθετείται όπως σήμερα.
"Οι λαϊκοί κλαριντζήδες", γράφει ο Σταύρος Καρακάσης, "σήμερα παίζουν με όργανα ευρωπαϊκής προελεύσεως, μα υπήρχε μια εποχή στην Ελλάδα, που οι πρώτοι οργανοπαίκτες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το κλαρίνο τους, όπως και τα άλλα λαϊκά μουσικά όργανα. Το πρωτόγονο αυτό κλαρίνο, είδος καραμούζας, αλλά με γλωσσίδα (anche) καλαμένια, μονή και όχι με το διπλό καλάμι του ζουρνά, αρχικά ήταν δίχως κλειδιά, αργότερα όμως είχε 5-6.

Οι πρώτοι κλαριντζήδες-όσοι δεν προήλθαν από το στρατό-μεταπήδησαν στο κλαρίνο από τον ζουρνά ή την καραμούζα.
Άλλοι πάλι, από τη φλογέρα έμαθαν πίπιζα και κατόπιν κλαρίνο.

Ένας λόγος που κατασκεύαζαν οι ίδιοι τα κλαρίνα τους είναι, ότι όλοι δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια να αποχτήσουν όργανο εργοστασίου, που στοίχιζε σχετικώς ακριβά και που ήταν δυσεύρετο στην ύπαιθρο. Έτσι προσπάθησαν να μιμηθούν πρότυπα που είχαν δει στα χέρια άλλων, πιο τυχερών οργανοπαικτών. Αυτοί οι πρωτόγονοι κλαριντζήδες προετοίμασαν την καθαυτό ιστορική εποχή του κλαρίνου".
Παλιά το κλαρίνο ονομαζόταν από τους λαϊκούς οργανοπαίκτες: "καρνέτο", "γκαρνέτο" και "γλαρουνέτο", αλλά και "κλαρινέτο".
Επίσης υπάρχουν διαφορές στα ερμηνευτικα "στυλ"` αλλιώς παίζουν οι Ρουμελιώτες κι αλλιώς οι Ηπειρώτες κλαριντζήδες, όμως πολλοί από αυτούς είναι τόσο αριστοτέχνες και "ιδιόφωνοι"..., ώστε είναι ικανοί να προκαλέσουν τον ανυπόκριτο θαυμασμό των ακαδημαϊκά καταξιωμένων συναδέλφων τους!
Το κλαρίνο, ως λαϊκό μουσικό όργανο εμφανίστηκε στην Ελλάδα κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. είτε μέσω των τουρκικών στρατιωτικών μουσικών Συγκροτημάτων, αλλά και κάποιων Ευρωπαίων μουσικών (που ήρθαν να συνδράμουν τον Φαβιέρο) είτε μέσω της βαυαρικής Μπάντας του Όθωνα, των πολυμελών Φιλαρμονικών της Επτανήσου και ασφαλώς είτε μέσω των ανα τα Βαλκάνια περιπλανώμενων γύφτων γύρω στα 1835.

Πρωτοεμφανίζεται στη βόρεια Ελλάδα, την `Ηπειρο και τη δυτική Μακεδονία, απ' όπου και προχωρεί προς τα κάτω.
Μαζί, αρχικά με το βιολί και το λαούτο και αργότερα και με το σαντούρι, αποτελούν την κομπανία, το κατεξοχήν λαϊκό μουσικό σχήμα πού αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζυγιά νταούλι-ζουρνά.

Τα κλαρίνα πού χρησιμοποιούν σήμερα οι λαϊκοί οργανοπαίκτες είναι συνήθως σε σιμπεμόλ ( =σι ύφεση) ή λα κυρίως.
Στη Θράκη παίζουν με σολ.. Παλιότερα όμως έπαιζαν κλαρίνα με ντο λόγω της έντασης και της οξύτητας του ήχου που έχουν (δυνατά και πρίμα).

Την ονομασία αυτή την παίρνουν από την οξύτητα του ήχου (δηλ. ποια νότα ακούμε) όταν στο κλαρίνο παίζουμε το ντο.
Το κλαρίνο αποτελεί τον τελευταίο μεγάλο σταθμό στην πορεία της οργανικής μουσικής στα νεοελληνικά αερόφωνα.
Ο ήχος παράγεται από μια απλή καλαμένια γλωττίδα (καλάμι) που βρίσκεται στο στόμιο (επιστόμιο) του οργάνου.
Πρωταρχικό ρόλο στην τεχνική του κλαρίνου παίζει το φύσημα.

Με την ανάλογη πίεση στο καλάμι του επιστόμιου του οργάνου ανεβαίνει ή κατεβαίνει το τονικό ύψος κάθε φθόγγου, ενώ το «γλίστρημα» των φθόγγων (κλισάντο) μπορεί να γίνει και με το φύσημα και με τα δάκτυλα.

Την εποχή που πρωτοεμφανίζεται το κλαρίνο, γύρω στα 1835, το δημοτικό τραγούδι έχει κλείσει ουσιαστικά το δημιουργικό του κύκλο.

Χάρη στις μεγαλύτερες τεχνικές και εκφραστικές του δυνατότητες σε σύγκριση με το ζουρνά —που σιγά-σιγά τον παραμερίζει— το κλαρίνο παίρνει γρήγορα την πρώτη θέση ανάμεσα στα μελωδικά όργανα.

Αναγνωρίζεται ως εθνικό όργανο, και στα χέρια άξιων μουσικών γίνεται το κατεξοχήν εκφραστικό μουσικό όργανο στην ηπειρωτική Ελλάδα. Με το κλαρίνο η δημοτική μελωδία ζει μια νέα λαμπερή περίοδο στον τομέα της οργανικής μουσικής.
Γιατί ό,τι κυρίως χαρακτηρίζει το δημοτικό τραγούδι στα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια, δεν είναι ή δημιουργία νέων μελωδιών, αλλά ή επεξεργασία των παλιών.
Και στον τομέα αυτόν ο ρόλος του κλαρίνου στάθηκε αποφασιστικός.

Το κλαρίνο αποτελεί έναν από τους αντιπροσωπευτικούς συντελεστές και μαζί φορείς του πνεύματος πού χαρακτηρίζει το δημοτικό τραγούδι στα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια.
Πηγή : Εγκυκλοπαίδεια λαϊκών μουσικών οργάνων Φοίβου Ανωγειανάκη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου